- πολυήρατον
- πολυήρατοςmuch-lovedmasc/fem acc sgπολυήρατοςmuch-lovedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANTONINUS Bassianus Caracalla — Septimi Severi Imperatoris fil. Hic est Antoninus ille, cui Oppianus libros suos de venatione, et piscatione dedicavit. Ita enim orditur Κυνηγετικὰ: Σοὶ, μάκαρ, άέδω γαίης ἐρικυδὲς ἔρεισμα, Φέγγος ενναλίων πολυήρατον Ἀινεαδάων, Αύσονίου Ζηνὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
GRATIAE — I. GRATIAE Portus, Haure de Grace, urbs permunita, cum valida arce, in Norm. Vide Portus Gratiae. II. GRATIAE vocatae sunt a Latinis, quae a Graecis Charites, aliorum parentum filiae ab aliis scriptoribus creditae sunt. Hesiod. in Theogonia illas … Hofmann J. Lexicon universale
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… … Dictionary of Greek